συμπληρώματα

συμπληρώματα
συμπλήρωμα
blocking
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • Карузос, Христос — Христос Карузос греч. Χρήστος Καρούζος Дата рождения: 14 января 1900(1900 01 14) Место рожден …   Википедия

  • εγκυκλοπαιδεία — Έργο που περιέχει σε αλφαβητική σειρά, συνήθως σε περισσότερους από έναν τόμους, συνοπτική έκθεση του συνόλου των ανθρώπινων γνώσεων ή και των γνώσεων που ανάγονται σε ορισμένη επιστήμη. Οι ε., αντίθετα από τα λεξικά, δεν περιορίζονται στη… …   Dictionary of Greek

  • λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

  • μακροκύστη — (Macrocystis). Γένος θαλάσσιων φαιοφυκών, το οποίο περιλαμβάνει τουλάχιστον δύο γνωστά είδη, τα Macrocystis pyrifera και Macrocystis integrifolia. Το πρώτο είναι γνωστό και ως γιγαντιαίο φαιοφύκος, και αποτελεί το μεγαλύτερο φαιοφύκος, με μέγεθος …   Dictionary of Greek

  • μόνωση — Η χρήση κατάλληλων υλικών ή η εφαρμογή ειδικών τεχνικών λύσεων για την αποτελεσματική προστασία χώρων, εγκαταστάσεων, συσκευών ή αντικειμένων από τη διάδοση φυσικών φαινομένων, όπως οι θόρυβοι (ηχομόνωση), η θερμότητα (θερμομόνωση), οι κραδασμοί …   Dictionary of Greek

  • Αμοραίοι — Ιουδαίοι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, γνωστοί με το όνομα Αμοραείμ. Οι Α. σχολίασαν διάφορα κείμενά της και έγραψαν δύο αξιόλογα έργα με τον τίτλο Γεμάρα (Συμπλήρωμα). Τα συμπληρώματα αυτά προστέθηκαν στην παλαιότερη έκδοση της Βίβλου… …   Dictionary of Greek

  • Απόκρυφα — Θρησκευτικά κείμενα που συνδέονται άμεσα με την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Είναι γραμμένα κατά μίμηση των κανονικών βιβλίων της Αγίας Γραφής, δεν θεωρούνται όμως κανονικά. Ο όρος σήμαινε βιβλία μυστικά, κρυμμένα, γιατί θεωρούνταν τα ιερά… …   Dictionary of Greek

  • Αποστολίδης, Ηρακλής — (Πύργος [σημερινή Μπουργκάς], Βουλγαρία 1893 – 1970).Δημοσιογράφος και λόγιος, διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης (1945 59). Φοίτησε στο γυμνάσιο Αδριανούπολης, στη Σχολή Γλωσσών και Εμπορίου της Κωνσταντινούπολης και, αργότερα, στο Βαρβάκειο της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”